-
1 εκτεμνω
эп.-ион. ἐκτάμνω1) вырезывать(ὀϊστὸν μηροῦ Hom.; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat.)
; перен. очерчивать, описывать2) отрезывать, отрубать(μηρούς Hom.; πλόκαμον Eur.; γλῶσσαν Her.; φυτὰ ἐκτετμημένα Arst.)
3) перерезывать(τὸν λάρυγγά τινος Arph.; νεῦρα τῆς πόλεως Plut.)
4) вырубать, срубать(αἴγειρον Hom.; ἔλαιον Soph.; τὰ πρέμνα Lys.)
5) оскоплять, кастрировать(παῖδας Her.; τοὺς ἀλεκτρυόνας Plut.; ταῦρος ἐκτμηθείς Arst.)
οἱ ἐκτετμημένοι Arst. — кастраты6) досл. подрезывать, перен. подсекать, разрушать(ἐλπίδας Anth.; τέν ἀλκήν Plut.)
7) med. усыплять бдительность, обезоруживать(τῇ φιλανθρωπίᾳ τινά Polyb.)
-
2 διεξαγω
(aor. 2 διεξήγαγον)1) проводить, вестиβίους ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτων δ. Polyb. — извлекать средства к жизни из произведений (своей) страны
2) устраивать, управлять(τὰ κατὰ τέν ἀρχήν Polyb.; νόμος, καθ΄ ὃν διεξάγεται τὰ γινόμενα Plut.)
τὸ δίκαιον δ. Polyb. — вершить суд, творить правосудие;ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ δ. τινά Polyb. — обращаться с кем-л. с величайшей благожелательностью3) улаживать(ἀμφισβήτησιν Polyb.)
См. также в других словарях:
επιφαίνω — ἐπιφαίνω (AM) [φαίνω] παθ. ἐπιφαίνομαι εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ. β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ. γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ» … Dictionary of Greek
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek